- καλτσοδέτης
- οκαλτσοδέτα*.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλτσα + -δέτης (< δένω), πρβλ. λαιμο-δέτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλτσοδέτα — η ελαστική ταινία με την οποία η κάλτσα συγκρατείται πάνω ή κάτω από το γόνατο, κνημοδέτης, γονατόδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλτσοδέτης, ο, μεταπλασμός σε θηλ. γένος από το κάλτσα, η] … Dictionary of Greek
καλτσοδέτα — καλτσοδέτα, η και καλτσοδέτης, ο ελαστική ταινία με την οποία συγκρατείται η κάλτσα: Δεν έβαλα καλτσοδέτα και μου πέφτουν οι κάλτσες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)